Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

ἑκὼν εἶναι

  • 1 Accord

    subs.
    P. ὁμόνοια, ἡ, συμφωνία, ἡ (Plat.).
    With one accord: P. and V. ὁμοῦ, P. μιᾷ ὁρμῇ (Xen.), ἐκ μιᾶς γνώμης, ἀπὸ μιᾶς ὁρμῆς, Ar. and P. ὁμοθυμαδόν; see Unanimously.
    Of one's own accord: use adj., P. and V. ἑκών· αὐτεπάγγελτος, P. ἑκών γε εἶναι.
    Of things, without human agency: use adj., P. and V. αὐτόματος, P. ἀπὸ ταὐτομάτου.
    Be in accord: see Agree.
    ——————
    v. trans.
    See Grant.
    Accord with: P. and V. συνᾴδειν (dat.), συμφέρειν (dat.), P. συμφωνεῖν (dat.), V. ὁμορροθεῖν (dat.).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Accord

  • 2 Free will

    subs.
    Of one's own free will: use adj., P. and V. ἑκών, αὐτεπάγγελτος, ἐθελοντής (Soph., Aj. 24), P. ἑκών γε εἶναι.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Free will

  • 3 Help

    subs.
    P. and V. ὠφέλεια, ἡ, ἐπικουρία, ἡ, τιμωρία, ἡ, P. βοήθεια, ἡ, V. ὠφέλησις, ἡ, ἐπωφέλημα, τό, προσωφέλησις, ἡ, ἀλκή, ἡ, λέξημα, τό, ἄρκεσις, ἡ, ἐπάρκεσις, ἡ, ρηξις, ἡ, προσωφέλημα, τό.
    By the help of: P. and V. δι (acc.).
    Help against: P. and V. ἐπικούρησις, ἡ (gen.) (Plat.).
    Concretely of a person: use helper.
    ——————
    v. trans.
    P. and V. ὠφελεῖν (acc. or dat.), ἐπωφελεῖν (acc.), ἐπαρκεῖν (dat.), ἐπικουρεῖν (dat.), βοηθεῖν (dat.), Ar. and V. ρηγεῖν (dat.) (also Xen.), ἐπαρήγειν (dat.) (also Xen.), V. προσωφελεῖν (acc. or dat.), βοηδρομεῖν (dat.), προσαρκεῖν (dat.), ἀρκεῖν (dat.), P. ἐπιβοηθεῖν (dat.).
    Serve: P. and V. πηρετεῖν (dat.), πουργεῖν (dat.), ἐξυπηρετεῖν (dat.).
    Stand by: Ar. and V. παρίστασθαι (dat.), συμπαραστατεῖν (dat.), V. συμπαρίστασθαι (dat.), συγγίγνεσθαι (dat.), παραστατεῖν (dat.).
    Fight on the side of: P. and V. συμμαχεῖν (dat.).
    Work with: P. and V. συλλαμβνειν (dat.), συμπράσσειν (dat.), συνεργεῖν (dat.) (Xen.), V. συμπονεῖν (dat.), συγκάμνειν (dat.), συνέρδειν (dat.), συνεκπονεῖν (dat.), συνεργάζεσθαι (absol.), Ar. and P. συναγωνίζεσθαι (dat.).
    Help ( a work): P. and V. συμπράσσειν (acc.), συνδρᾶν (acc.) (Thuc.), V. συνεκπονεῖν (acc.).
    Help forward: P. and V. σπεύδειν, ἐπισπεύδειν; with non-personal subject, P. προφέρειν εἰς (acc.).
    Help to, contribute towards ( a result): P. and V. συμβάλλεσθαι (εἰς, acc.; V. gen.), P. συνεπιλαμβάνεσθαι (gen.), συλλαμβάνεσθαι (gen.), συναγωνίζεσθαι (πρός, acc.) (Dem. 231), V. συνάπτεσθαι (gen.).
    Help to: in compounds, use συν; e.g., help to kill: V. συμφονεύειν; help to attack: P. συνεισβάλλειν.
    I cannot help ( doing a thing): P. and V. οὐκ ἔσθʼ ὅπως οὐ (ποιήσω τι) (cf. Eur., I.T. 684).
    How could a person of such a character help being like his peers? P. πῶς γὰρ οὐ μέλλει ὁ τοιοῦτος ὢν καὶ ἐοικέναι τοῖς τοιούτοις; (Plat., Rep. 349D).
    How can I help it? P. and V. τί γὰρ πάθω; (Eur., Phoen. 895; also Ar., Lys. 884).
    How could it help being so? P. πῶς γὰρ οὐ μέλλει; (Plat., Phaedo, 78B).
    Determined, if he could help it, to put in nowhere but at the Peloponnese: P. ὡς γῇ ἑκούσιος οὐ σχήσων ἄλλῃ ἢ Πελοποννήσῳ (Thuc. 3, 33).
    In same construction, use P. and V. ἑκών, P. ἑκών γʼ εἶναι.
    Could we help agreeing? P. ἄλλο τι ἢ ὁμολογῶμεν; (Plat., Crito, 52D).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Help

  • 4 Willing

    adj.
    Of persons: P. and V. ἑκών, ἄσμενος.
    Of one's own accord: P. and V. αὐτεπάγγελτος, ἐθελοντής.
    Of things, voluntary: P. and V. ἑκούσιος, αὐθαίρετος, V. ἑκών.
    Zealous: P. and V. πρόθυμος, ἑτοῖμος; see Zealous.
    Be willing, v.: P. and V. βούλεσθαι, ἑτοῖμος εἶναι; see Wish.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Willing

  • 5 любо

    επίρ.
    με σημ. κατηγ. είναι ευχάριστο, αρεστό, ωραίο• είναι να χαίρεσαι•
    это ему любо αυτό του αρέσει•

    любо смотреть на это χαίρεσαι να το βλέπεις.

    εκφρ.
    любо дорогоκ. любо мило πολύ καλά, πολύ ευχάριστα•
    любо не – θέλοντας μη θέλοντας, με τη βία, εκών-άκων.

    Большой русско-греческий словарь > любо

  • 6 рад

    -а, -о
    ως κατηγ.
    1. χαίρω, -ομαι• είμαι ευτυχής•

    я весьма (очень), что вас вижу χαίρω πολύ που σας βλέπω (σας συνάντησα)•

    я рад случаю поговорить είμαι ευτυχής, που μου δόθηκε η ευκαιρία να μιλήσομε•

    мать -а, что сын вернулся домой η μάνα είναι ευτυχής, που το παιόι γύρισε στο σπίτι•

    ему везде -ы αυτός παντού είναι καλοδεχούμενος (ευπρόσδεκτος).

    2. είμαι σύμφωνος, πρόθυμος, έτοιμος•

    я рад умереть за родину ευχαρίστως να πεθάνω για την πατρίδα.

    εκφρ.
    и не -; (и) сам не рад – λυπούμαι(γι αυτό που συνέβηκε)• рад (или) не -; хоть рад хоть не рад θέλοντας μη θέλοντας, εκών, άκων.

    Большой русско-греческий словарь > рад

См. также в других словарях:

  • εκών — ούσα, όν (AM ἑκών, οῡσα, όν) αυτός που ενεργεί ή πάσχει κάτι με τη θέλησή του, οικειοθελώς προσφερόμενος, εθελοντής αρχ. 1. αυτός που ενεργεί από πρόθεση, επίτηδες («ἑκών ἠμάρτανεν» επίτηδες αποτύγχανε) 2. φρ. α) «ἑκών εἶναι» όσο εξαρτάται από… …   Dictionary of Greek

  • Geflügelte Worte (Antike) — Alpha und Omega, Anfang und Ende, kombiniert zu einem Buchstaben Diese Liste ist eine Sammlung alt und neugriechischer Phrasen, Sprichwörter und Redewendungen. Sie beschreibt ihren Gebrauch und gibt, wo möglich, die Quellen an. Graeca non… …   Deutsch Wikipedia

  • Liste griechischer Phrasen/Phi — Phi Inhaltsverzeichnis 1 Φάγε, πίε, εὐφραίνου. 2 φησὶν σιωπῶν …   Deutsch Wikipedia

  • Σωκράτης — I Ένας από τους μεγαλύτερους φιλόσοφους της αρχαίας Ελλάδας (Αθήνα 470 ή 469 399 π.Χ.). Γιος ενός γλύπτη και μιας μαίας, ο Σ. πρέπει να είχε κάποια οικονομική άνεση, όπως αποδείχνει το γεγονός ότι πέρασε όλη του τη ζωή αδιαφορώντας για τα… …   Dictionary of Greek

  • πρόφρων — ο, η, ΝΜΑ, και θηλ. επικ. τ. πρόφρασσα Α ως επίθ. 1. αυτός που είναι διατεθειμένος να κάνει με προθυμία κάτι (α. «πρόφρων κατένευσε Κρονίων», Ομ. Ιλ. β. «πρόφρων σε Ἑρμῆς Ἅιδης τε δέχοιτο», Ευρ.) 2. πρόθυμος, γεμάτος ζήλο («ἀμύνοι πρόφρονι θυμῷ» …   Dictionary of Greek

  • PERSIA — quae Persis Ptol. Plin. l. 6. c. 25. et Melae, l. 1. c. 2. Farstan, et Farsistan incolis, teste Castaldô, Provincia Asiae notissima atque clarissima, inter Susianam ad occasum, et Carmaniam ad ortum; atque inter Parthiam ad Boream et sinum… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • ένεκα — και ένεκεν (AM ἕνεκα και ἕνεκεν Α και ποιητ. τύπος εἵνεκα και ιων. τύπος εἵνεκεν και εἵνεκε και αιολ. τύπος ἕννεκα και επιγρ. ἕνεκε και ἕνεκον) (πρόθεση) 1. δηλώνει τον λόγο για τον οποίο έγινε κάτι («ένεκα που έβρεχε δεν ξεκινήσαμε», «ένεκα… …   Dictionary of Greek

  • εική — (Α εἰκῇ) επίρρ. νεοελλ. φρ. «εική και ως έτυχε» εντελώς στην τύχη, χωρίς φροντίδα και προσοχή αρχ. 1. χωρίς σχέδιο ή χωρίς σκοπό, τυχαία, επιπόλαια («εἰκῇ λέγεσθαι», «εἰκῇ πράττειν», «νήφων παρ εἰκῇ λέγοντας» διατηρώντας τη λογική του σκέψη… …   Dictionary of Greek

  • θέλεος — θέλεος, ον (Α) αυτός που θέλει, εκών, πρόθυμος («θέλεος ἀθέλεος», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Προφανώς < εθέλω, η διαδικασία παραγωγής όμως δέν είναι σαφής. Ίσως αναλογικά προς τα επίθ. σε εος] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»